- βουρλίζω
- και βρουλίζωΙ. 1. περνώ στο βούρλο, αρμαθιάζω2. κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο, ερεθίζω, τρελαίνωII. βουρλίζομαι1. τρελαίνομαι ή συμπεριφέρομαι σαν τρελός2. εξαγριώνομαι3. κυριεύομαι από κάποιον ακράτητη επιθυμίαIII. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βουρλισμένος, -η, -ο- τρελός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν προήλθε από βούρλο, τότε η αρχική κυριολεκτική σημασία του βουρλίζω θα ήταν «τρέμω σαν το βούρλο». Αργότερα πλάστηκε και μέσο βουρλίζομαι ως δηλωτικό πάθους (απ' όπου «τρελαίνομαι, εξαγριώνομαι»), ενώ το ενεργητικό βουρλίζω απέκτησε και μεταβατική σημασία «κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο», άρα «τρελαίνω, ερεθίζω κάποιον». Κατ' άλλη άποψη, βουρλίζω < ιταλ. burlare «πειράζω, κάνω αστεία»].
Dictionary of Greek. 2013.